Αρχική Σελίδα Επιμορφωτικό Υλικό Παραρτήματα Επιμορφωτικό Σεμινάριο ΓλωσσάριΦορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Μ.Κ.Ο Λίστα ΚΠΕ ¶λλες Συνδέσεις Forum e-learning

Γρήγορη πλοήγηση

1/3: Αειφόρος ή Βιώσιμη Ανάπτυξη - τυπη Εκπαίδευση2/3: Βέλτιστη Διαθέσιμη Τεχνολογία - Οικοσύστημα3/3: Παράκτια ύδατα - Φέρουσα Ικανότητα Συστήματος

glossari

Γλωσσάρι (2/3)

Βέλτιστη Διαθέσιμη Τεχνολογία (ΒΑΤ- Best Available Technology)-: Η διαθέσιμη τεχνολογία που αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος και τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων, ανεξάρτητα από το κόστος εφαρμογής της.

Βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία που δεν προϋποθέτει υπερβολικό κόστος (ΒΑΤ-ΝΕΕC Best Available Technology Not Entailing Excessive Costs): Ενσωματώνει μια ανάλυση κόστους-οφέλους και στην ουσία αποτελεί έναν συμβιβασμό ανάμεσα στην Βέλτιστη Διαθέσιμη Τεχνολογία και το κόστος το οποίο καλείται να καλύψει η επιχείρηση που θα την εφαρμόσει. Ωστόσο, το τι σημαίνει υπερβολικό κόστος είναι σχετικό. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιείται αυτή η αντίληψη, αλλά υπάρχει και η άποψη ότι η ανώτερη τεχνολογία, ακόμα και αν είναι πρόσκαιρα ακριβή, επειδή οδηγεί σε γενικό εκμοντερνισμό της εγκατάστασης (μικρότερες καταναλώσεις ενέργειας-νερού), τελικά θα αποδώσει το κόστος της αρχικής επένδυσης. Ένα άλλο σημαντικό σημείο εδώ είναι το πως θα χρησιμοποιήσει η εγκατάσταση το ότι εφαρμόζει ΒΑΤ (marketing). Δηλαδή, με κάποιο τρόπο πρέπει να φαίνεται ότι η μονάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες. Τέτοιες μονάδες παίρνουν την αντίστοιχη πιστοποίηση από την πολιτεία (πράσινη σφραγίδα ή ISO). Δύο άλλα κρίσιμα σημεία είναι τα εξής: (α) τα emission standards είναι υποχρεωτικά και όχι εθελοντικά και, (β) η ΒΑΤ συχνά προσεγγίζει αλλά μπορεί να υπερκαλύπτει ή να υπολείπεται των standards. Πάντα δηλαδή υπάρχει ένας κύκλος: όταν τελειοποιείται η τεχνολογία, ανεβαίνουν τα standards κ.ο.κ.

Εγκυρότητα περιεχομένου (content validity): Η εγκυρότητα -έννοια ευρύτατα χρησιμοποιούμενη στις έρευνες κοινωνικών επιστήμών- αναφέρεται στην ικανότητα σωστού (χωρίς συστηματικό σφάλμα) προσδιορισμού μιας παραμέτρου. Από τα διάφορα είδη εγκυρότητας, η εγκυρότητα περιεχομένου αναφέρεται στο βαθμό που το περιεχόμενο ενός εργαλείου (μοντέλου, ερωτηματολογίου έρευνας κ.λπ.) καλύπτει με επάρκεια, ακρίβεια και καταλληλότητα ένα δεδομένο τομέα. Για παράδειγμα, όταν λέμε ότι τo μοντέλο ανάπτυξης προγραμμάτων ΠΕ του Hungerford έχει υψηλό βαθμό εγκυρότητας περιεχομένου, θεωρούμε ότι τα προτεινόμενα 4 επίπεδα στόχων που προτείνονται στο μοντέλο είναι κατάλληλα για να προσεγγίσουν οι εκπαιδευόμενοι τις αρχές της ΠΕ.

Ενδιαίτημα (habitat): η θέση όπου απαντά ένας πληθυσμός και τα επιμέρους χαρακτηριστικά της, βιοτικά ή αβιοτικά.

Ενδιαφερόμενο μέρος (Stakeholder): Ινστιτούτο, οργανισμός ή ομάδα ανθρώπων που έχει κάποιο όφελος ή ενδιαφέρον για ένα συγκεκριμένο σύστημα ή τομέα.

Εξωτερίκευση κόστους ή οφέλους (Externalization of costs or benefits): Κόστος ή όφελος που δεν περιλαμβάνεται στην τιμή αγοράς ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας που παράγεται ή παρέχεται. Το κόστος δεν παρέχεται από αυτούς που το δημιούργησαν και το όφελος δεν πληρώνεται από αυτούς που τα δέχονται.

Επιφανειακά ύδατα (Surface water): τα εσωτερικά ύδατα, εκτός των υπόγειων υδάτων· τα μεταβατικά και τα παράκτια ύδατα, εκτός εάν πρόκειται για τη χημική τους κατάσταση, οπότε περιλαμβάνουν και τα χωρικά ύδατα.

Εποικοδομισμός (constuctivism): αποτελεί μία στρατηγική μάθησης, σύμφωνα με την οποία ο εκπαιδευτικός στηρίζεται σε αυτό που ήδη γνωρίζει ο εκπαιδευόμενος και εκεί δομείται η νέα γνώση που είναι προσωπική και υποκειμενική, αλλά δομείται στο πλαίσιο της κοινωνίας της ομάδας. Η μάθηση είναι συνήθως προϊόν της εννοιολογικής αλλαγής που επέρχεται στους εκπαιδευόμενους λόγω της γνωστικής σύγκρουσης στην οποία υποβάλλονται. Ο εποικοδομισμός έρχεται σε αντίθεση με την παραδοσιακή θεώρηση του εκπαιδευτικού ως απλού μεταφορέα-διαβιβαστή της νέας γνώσης.

Εσωτερικά ύδατα (Inland water): αναφέρονται στο σύνολο των στάσιμων ή των ρεόντων επιφανειακών υδάτων και όλα τα υπόγεια ύδατα που βρίσκονται προς την πλευρά της ξηράς σε σχέση με τη γραμμή βάσης από την οποία μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων.

Ισότητα μεταξύ των γενεών (Inter-generation equity): «Το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους δεν τους κληρονομήσαμε απλά από τους γονείς μας, τους δανειζόμαστε από τα παιδιά μας». Μια από τις πολύ βασικές έννοιες στις οποίες στηρίζεται η αρχή της αειφόρου ανάπτυξης.

Καθαρές Τεχνολογίες (Clean Technologies): Η εφαρμογή των 'καθαρών' τεχνολογιών έχει ως στόχο τη μείωση των απαιτήσεων σε πρώτες ύλες, την ελάχιστη χρήση φυσικών πόρων, την ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας, τη μέγιστη ανακύκλωση υλικών και νερού και τις ελάχιστες εκπομπές ουσιών στο περιβάλλον κατά τις παραγωγικές διαδικασίες. Πολλές φορές ο όρος αναφέρεται ως ''Cleaner'' Technologies ('Καθαρότερες' Τεχνολογίες).

Κατάλληλη τεχνολογία (Appropriate technology): Η τεχνολογία που έχει σχεδιαστεί με κύριο γνώμονα το περιβάλλον, τις πολιτιστικές, κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις την κοινωνίας την οποία εξυπηρετεί. Απαιτεί λιγότερους πόρους, συντηρείται πιο εύκολα, έχει μικρότερο κόστος και λιγότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Λεκάνη απορροής ποταμού  (River basin): η εδαφική έκταση από την οποία συγκεντρώνεται το σύνολο της απορροής μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών και πιθανώς λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα.

Λογαριασμός Φυσικών Πόρων (ή Αποθεμάτων) (Natural Resources Accounting): Η καταγραφή του πλούτου που προέρχεται από τους φυσικούς πόρους μιας χώρας με στόχο την ποσοτικοποίηση και κοστολόγηση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και της μείωσης των φυσικών αποθεμάτων.

Μελέτη Επιπτώσεων στην Αειφορία (Sustainability Impact Assessment): Μελέτη των Οικονομικών - Κοινωνικών και Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που δύναται να προκύψουν από την εφαρμογή μεγάλης κλίμακας σχεδίων ή συμφωνιών (διακρατικές ή Ευρωπαϊκές, π.χ. περιοχές ελεύθερου εμπορίου στην Ευρώπη).

Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Environmental Impact Assessment):. Η μελέτη των εν δυνάμει επιπτώσεων στο περιβάλλον από την εγκατάσταση ή τη λειτουργία ενός έργου, π.χ. ενός φράγματος, μιας βιομηχανίας, ενός ξενοδοχείου κτλ.

Μεταβατικά ύδατα (Transitional water): Με βάση την Οδηγία Πλαίσιο για τα Νερά ως μεταβατικά ύδατα αναφέρονται συστήματα επιφανειακών υδάτων πλησίον του στομίου ποταμών τα οποία είναι εν μέρει αλμυρά λόγω της γειτνίασής τους με παράκτια ύδατα αλλά τα οποία επηρεάζονται ουσιαστικά από ρεύματα γλυκού νερού.

Μη τυπική εκπαίδευση (non-formal education): αναφέρεται σε κάθε εκπαιδευτική διαδικασία που οργανώνεται εκτός καθιερωμένου τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος, που είναι όμως σχεδιασμένη με σαφείς εκπαιδευτικούς στόχους. Λαμβάνει χώρα εντός ή εκτός των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και αφορά όλες τις ηλικίες και κατηγορίες εκπαιδευομένων, είτε πρόκειται π.χ. για μαθητές που εγκατέλειψαν το σχολείο, για αναλφάβητους ενήλικες, είτε για εργατικό δυναμικό που καταρτίζεται σε κάποιες δεξιότητες.

Οικολογία (ecology): είναι η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις τόσο μεταξύ των ζωντανών οργανισμών συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, όσο και τη σχέση των οργανισμών με τους  αβιοτικούς παράγοντες του περιβάλλοντος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1866 από τον Γερμανό Βιολόγο Ernest Haeckel   στο έργο του Generelle Morfologie der Organismen. Ο Haeckel όρισε την Οικολογία  ως την επιστήμη του συνόλου των σχέσεων των οργανισμών με το περιβάλλον που περιλαμβάνει, με την ευρεία έννοια, όλες τις συνθήκες ύπαρξης. Προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις οίκος και λόγος και σημαίνει κυριολεκτικά «μελέτη του φυσικού οίκου».          

Οικολογική διαδοχή (Ecological succession):  είναι η διαδικασία μέσω της οποίας όλα τα οικοσυστήματα δημιουργούνται και περιλαμβάνει το σύνολο των μεταβολών που γίνονται σε ένα οικοσύστημα καθώς αυτό ωριμάζει ή εξελίσσεται προς μία σταθερότερη («σταθεροποιημένη») κατάσταση προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες.

Οικολογική Σήμανση (Eco labeling): Το eco-labeling είναι η οικολογική σήμανση των προϊόντων και έχει ως στόχο την πληροφόρηση των καταναλωτών για τα προϊόντα τα οποία καθ' όλο τον «κύκλο ζωής τους» έχουν λιγότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Στόχος της είναι να ενθαρρύνει τους καταναλωτές να τα προτιμήσουν έναντι των 'οικολογικά υπευθύνων'.

Οικολογικό αποτύπωμα (Ecological footprint): Αποτελεί ένα διαχειριστικό εργαλείο μέτρησης των φυσικών πόρων (έκταση γης και θάλασσας) που χρειάζεται ο ανθρώπινος πληθυσμός για να παράγει τους πόρους που καταναλώνει και να απορροφά τα απόβλητα που παράγει με την υφιστάμενη τεχνολογία.

Οικολογικός Λογαριασμός (Eco Auditing): Σύστημα περιβαλλοντικού ελέγχου που αφορά στην οικειοθελή ανάπτυξη συστημάτων περιβαλλοντικού ελέγχου από τις βιομηχανίες, τις επιχειρήσεις και τα Ινστιτούτα που ως στόχο έχει α) την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της επιχείρησης, β) τη διευκόλυνση του ελέγχου της περιβαλλοντικής πρακτικής και γ) την επιβεβαίωση των περιβαλλοντικών πολιτικών της επιχείρησης.

Οικοσύστημα (Ecosystem): είναι μια περιοχή μελέτης (οικότοπος ή βιότοπος) που περιλαμβάνει το σύνολο των οργανισμών που ζουν σ' αυτήν (βιοκοινωνία ή βιοκοινότητα) τους αβιοτικούς παράγοντες της περιοχής και τις διαρκείς αλληλεπιδράσεις τους.